Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Ωδή στα συγκεκριμένα κορίτσια που περιμένουν συγκεκριμένα αγόρια να κάτσουν στο σκαμπό δίπλα τους στη μπάρα.

Σε μια κατάμεστη ντισκοτέκ κορίτσι καθισμένο στραβοπόδι
στραφταλιζέ μιζέρια η κοντή της φούστα
εκείνη,μονορούφι καμπάρι αγαπημένο χόμπι 
στην πίστα όλα τα αγόρια και τα κορίτσια λαμπιρίζουν ροζ
ερωτοτροπούν με μάτια πόδια χέρια αγκώνες ψευδή συντροφικότητα
η νύχτα γαζώνει τις πέτσες τους αιμάτινες κλωστές
στολίζει τα φώτα με καπνούς και άρωμα κάτουρο νάμπερ φάιβ
Εκείνος μπαίνει άξαφνα κοτσάρει δίπλα της το καλοκαίρι
μια ολάκερη πανσέληνος και κάτι 
σε θέλω φωνάζει το ντεκολτέ και η κόπιτσα του σουτιέν σπάει
-η συναισθηματική ειλικρίνια υπάρχει
όσο το βρώμικο ροκενρόλ και οι ντισκοτέκ-
Οι κοφτές ματιές είναι ικανές να ευνουχίσουν τον λόγο
παρατηρήσεις των τρεισίμιση τέσσερις πήγε δουλεύω το πρωί
ένα καμπάρι ακόμα γαμώ την κοινωνία μου
δυό πάγοι ναι
πληθυντικός-ενικός 0-1 στο ημίχρονο
πέναλτι η θλιμμένη ντισκόμπαλα
μονορούφηξε την ψυχή μου απόψε.

(η Ντέμπι Χάρρυ όσο ζει θα ναι η πιο ωραία
το καμπάρι είναι κατάσταση,όχι απλώς ηδύποτο
η νύχτα δεν τελειώνει ποτέ όπως της πρέπει
κι εγώ,προς το παρόν,κάνω επιτυχημένη καριέρα στα λάθη)










Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

ξημερώματα Δευτέρας

(Η πολυκατοικία είναι τόσο φτωχή από ηχομόνωση
που ακούω κάτι περαστικούς να φιλιούνται
σαν να την προσμένανε από καιρό τούτη τη στιγμή.

Φιλιούνται ή τέλειωσε η δικιά μας προσμονή
και ψαχουλεύω άδικα στιγμές πριν το ξημέρωμα;)

 

-

Τσιγάρο ένα, εξομολογητικό:
κάλυψα την πρώτη μου λευκή τρίχα
με γκριμπλέ βαφή που βρωμάει εφηβεία
και ύστερα είχα χανγκόβερ για μια βδομάδα.
Τόσο που
εκκρίθηκα ολόκληρη από τη μύτη μου
και άρχισα να βγάζω το δέρμα μου απ' τα νύχια.
Το κάρφωσα με εικοσιδύο καρφιά στο σύρμα μιας ταράτσας
και το πήραν μακριά η βροχή και ο αέρας.
Έτσι,μέσα στη νύχτα,κατέβηκα έντρομη τις σκάλες 
να μαζέψω τα κομμάτια μου 
και κλείνοντας την πόρτα της εισόδου
είδα να πέφτουν μιλιούνια σκαθάρια απ' τα ουράνια
κι έτρεξα,λέει,σ 'όλη την πόλη γυμνή
στάζοντας αίμα και μικρή η διαδρομή που χάραξα.
Μαζί πήρα μόνο τα τσιγάρα μου,σφηνωμένα στα πλευρά μου
και τώρα κάτω από ένα υπόστεγο οπλίζω τον αναπτήρα.
Τσιγάρο δύο,θα βάλω φωτιά σε ό,τι σε δακρύζει
και θα πάρω φόρα να γκρεμίσω κάμποσες πολυκατοικίες 
που κρύβουν το ηλιοβασίλεμα
κι αφού τελειώσω με όλες αυτές τις μπανάλ κλισεδούρες
θα σε φιλήσω με περίσσια τρυφερότητα στο μέτωπο 
και θα ξυπνήσουμε αγνοί,πρωτόπλαστοι
κάνοντας έρωτα σ' ένα χωράφι κάπου στον Άρδα,δειλινό.

Τα σκαθάρια χτυπούν στον τσίγκο ελαφρά πια
ψελλίζοντας το πέρας της καταγίδας.
Έφτασα σπίτι και σημειώνω ένα τρίστιχο
στο μουσκεμένο μου μπλοκάκι :

"Εσύ μια μέρα την καρδούλα μου
θα τηνε κάνεις χίλια δυο κομμάτια
κι ας είμαι η ύποπτη για αυτό εγώ."