Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

σχόλασμα

Ποιός θα με περιμένει ως τις έξι σήμερα
τα ποτήρια να πλύνω
τις καρέκλες να μάσω
τα φώτα να κλείσω
δεν περιμένω πια.
Χειραποσκευή βαριά
τα ψυχολογικά μου μπαγκάζια την ώρα κείνη
τη μαύρη σακούλα κόμπο δένω
τον κάδο απορρίμματα κι άλλα να γιομίσω.
Με κείνα και με τ άλλα,έχω ξεχάσει 
πως είναι το σκοτάδι να με σκιάζει 
δικαιολογία σωστή
για να μην περνάω μόνη μου την πόρτα.
Ο ήχος του τηλεφώνου μου κόβει τα πόδια
εκείνο το ρημάδι 
επιμένει πάντα να μεταφέρει κακά μαντάτα
τόσο που μια μέρα που θα γίνω 
δυνατή,πολύ δυνατή
θα χτυπάω τα τηλέφωνα 
πριν το κάνουν αλύπητα οι άλλες γραμμές.
Και με όλη την δύναμη που θα μου απομείνει
θα αγοράσω μια βαλίτσα να σε καβατζώσω μέσα
να σε πάω στην αγαπημένη μου ταράτσα
και να σε στριμώξω στη γωνία 
μπουνιές θα σου δώσω,φιλιά θα φυτέψω στα χείλια σου
ώσπου να ματώσουν 
να πνίγεσαι και όχι άλλο μη
σταμάτα να βολτάρεις στο κεφάλι μου,
ξεσυνήθισα να περιμένω.
Δεν πρόλαβα να ξελαμπικάρω
πως έτσι ξεκούρδιστη
να γυρίσω στις εργοστασιακές ρυθμίσεις;
όσο περνάει ο καιρός θα θες κι άλλο νοίκι.

κι όλο εκεί εμπρός μου 
θα είσαι κάπου
κα
πουθενά.
Θα σε πάρω όταν τελειώσω την δουλειά,τότε που θα χει σημασία.
Δυό τραγούδια θα σ ακούσω
και θα σε αποκοιμηθώ
με τσιγαρόβηχα και αυταπάτη.

Ώρα να σχολάσω,δε νομίζεις; ...