Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ζω ή

Το σώμα που ζω δεν είναι δικό μου,
με φιλοξενεί και με κερνάει υγρά και συμπάθεια
Το σπίτι που ζω δεν έχει πολλά δωμάτια,
είναι ένα καφενείο παλιό
τάβλι και καφέδες,γεράματα και στραπάτσα.
Τα μάτια μου ακολουθούν 
τον κόσμο που φεύγει και τα δωμάτια άδεια
να περιμένουν ώρες ακάθαρτης πλήξης,
κονιάκ και ψαρόσουπα για έναν.
Αράχνες συμμορίτισσες που δεν τα παρατάνε,
χορεύουν στο ταβάνι του μπάνιου τα βράδια.

Τα όνειρα που ‘κανα,σαίτες στα αστέρια
τις εμπόδισε το ταβάνι το ξύλινο
να βγάλουν φτερά και να απογαλακτιστούν
απ’ την πεσσιμιστική μου φύση.
Η ώρα έξι κι εγώ σκέφτομαι τις ρυτίδες σου
μ’ ένα ποτήρι ουίσκι να μου ζεσταίνει τα χέρια. 

Τα χρόνια που ζω,
δολοφονημένες τρανς στην Τουρκία,
αγόρια που επιβιώνουν από εκρήξεις,
άνθρωποι που πηδάνε φράχτες,
βιασμοί βαφτισμένοι ‘’αταξίες’’.
Όλα μας πάνε δεξιά
και το κράτος κάνει τον σταυρό του.

Ωραίες οι ρυτίδες σου,
αλλά μπρος στην ασχήμια του κόσμου
δεν μπορούν να με συντηρήσουν.
Βαρέθηκα εκείνους
που στρώνουν να κοιμηθούν στις στάχτες
της εθνικής υπερηφάνειας
και των ναρκισσιστικών ονειρώξεων.

Τι κάνουμε λοιπόν εμείς εδώ,μου λες;
Μάζεψε το κουφάρι σου απ’ τον καναπέ
μπας και βαγέρουμε επιτέλους.
Είναι τρίχα αδύναμη,λεπτή
αυτό που μας κρατάει
ώσπου να γίνει τριχιά και μας πνίξει.

Στην υγειά σου.




οπ.






εργατικό ατύχημα/
ειρωνία.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Οι ώρες κοινής ησυχίας

Θέλω να σου φωνάξω από εδώ μέχρι τον ήλιο
και αδυνατώ και δεν αντέχω
άλλη μια ώρα κοινής ησυχίας.

Λες και δεν χορτάσαμε από δαύτη.
Καταιγίδες έρχονται και φεύγουν
κι όλα μέσα στη σκοτεινιά καλμαρισμένα
τον ήλιο καρτερούν σιωπηλά,αθόρυβα.
Πρώτα σκότωσε εμένα,ύστερα το μωρό μου
τεμάχισε τα κουφάρια μας
αλεσμένα τα 'δωσε ως τροφή στα θηρία.
Εκείνα με το έτσι θέλω
παρεμβαίνουν στις μουσικές μας,
στα δυνατά μας γέλια,
στα βουερά μας κλάματα,
στις κραυγές απόγνωσης,
στα μεσημεριανά γαμήσια μας.
Παρεμβαίνουν στην φασαριόζικη
πλευρά του εαυτού μας.
Εμείς στέκουμε βουβοί,μη και τα ξυπνήσουμε.
Μας κούφανε ρε μαλάκες η τόση ησυχία
κι αντί να κάνουμε φασαρία
χτίζουμε κι άλλα κελιά και τοίχους και φράχτες
μην ακουστεί η κραυγή της πτώσης
και η γαμημένη ησυχία όσο θα πέφτουμε
αγέλαστη,βαραθρώδης
μαντήλι θα κουνάει με τα ονόματα μας.
Οι κυράτσες μέσα στη ντάλα κουτσομπολεύουν στα μπαλκόνια
για τα παιδιά τους αναφωνώντας ''δουλίτσα να υπάρχει''
μετά μπαίνουν μέσα και χτυπάνε σκούπες
σε πατώματα,τοίχους και ταβάνια,
ενώ σιωπούν όταν ακούνε κραυγές απ' τα στενά.
Αγία Ησυχία,
πλησιάζεις όλο και πιο απειλητικά
για να καβατζώσεις τα χρόνια μας
στην καλοραμμένη σου κωλότσεπη.
Μόνο που όσο καιρό παραμέναμε σιωπηλοί
ακονίσαμε καλά τα μαχαίρια μας
και τις φωνές μας.





Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ζισκ ισι,του βα μπιαν.

Γριά κουτσή ξεδοντιάρα καταιδρωμένη
στραβοκάνα με κλημακτήριο ανάλατη
με ελιά κάτω απ’ το μάτι το δεξί
μίζερα να ζητάει τα τρία τελευταία ενοίκια
με την τσιρίδα που χει για φωνή.
Έτσι κάπως μου μοιάζει η Ευτυχία
κάθε φορά που πασχίζει να με φτάσει
κι εγώ πιστή στις τάσεις φυγής μου
της κλείνω το μάτι και περιμένω  
να της την φέρω ύπουλα όπως της αξίζει
για τον τόσο καιρό
που επιδεικτικά με παραμελεί.
Τόσες γωνίες στην πόλη κι ακόμα να την πετύχω
για να της πω πως μετά από τόσο καιρό
που με παίρνει από πίσω
ασάλιωτα,ακάποτα και βασανιστικά
δεν θα την αφήσω να με πάρει κι από κάτω.




καλοκαιρινό μπλουζ

Τα άνθη του θέρους αδυσώπητα δέρνουν,
πικραλίδες που ανθίσαν σ’ αγνώστου πατρός περιβόλι.
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν μα εγώ είχα το ποτήρι να αδειάσω
λίγο χρόνο άλλο κακό δεν θα ‘κανε κι αν χάσω
κι όλοι γύρω μου γελάνε,όλοι γερνάνε
απτόητοι παραδίνονται σε κάθε μου αγκάθι
ώσπου τα μάτια τους ματώνω απ’ την τόση ομορφιά
στεφανωμένη απάθεια καταπίνω καρφιά
τα βρήκα στις τσέπες μου προσημειωμένα
ψήγματα ευδαιμονίας ,αναλγησίας καμώματα.
Τον καθρέφτη εντέχνως την νύχτα αποφεύγω
αναμνήσεις στα μάτια να δω υπεκφεύγω
και οι άγουρες προσποιήσεις πέψης της πραγματικότητας
γίνονται ξερατό και στο στομάχι πόνοι.
Για να ξεγελάω τον ακριβό εαυτό μου
πουλάω φτηνά σε περαστικούς το εγώ μου
το δένουνε στο κάρο με τις θεατρινίστικές τους μαλακίες
και για άλλο μαχαλά τραβάνε.
Με σέρνουνε για χιλιόμετρα από κλωστές δεμένη
σαν άλλο τίποτα να μην μου απομένει 
επαρκώς ανεπαρκής περήφανα θα στέκω
στην εποχή της εγωκεντρικής συντροφικότητας.



άτιτλο 236

Χρειάζομαι μια τζούρα από τα παλιά,τζούρα
να πλακωθώ στις αναμονές
τα καλύτερα από κάπου έρχονται
κάνουν παρέα στο δρόμο με τις εμμονές
κι εγώ που ποτέ δεν τελειώνω ό,τι αρχίζω
δυσκολεύομαι και νόημα δε βρίσκω,δεν
ενέχει κίνδυνο και αντοχή μηδέν
κι άλλο δεν μπορώ δεν 
θέλω να ξυπνάω τα απογεύματα μα τα
έχω κόψει τα ξενύχτια
λάσπη πάλι, έχω κόψει απ’ το μηδέν μα δεν
έχω απαντήσει ακόμα μετά από τόσα δεν, Τι
θα πάρετε σήμερα ;
Με κάνω και ξεχνιέμαι αλλά δεν
τσουλάει άλλο αυτό το
πατίνι έχω γίνει για φιόγκους και λέρες
στο τέλος της νύχτας
φυτρώνουν Δευτέρες
ο ήλιος προσκύνησε και εγώ ρωτάω 
φωνή λειψή και παραπατάω
‘’εμένα με ρωτάει ποτέ κανείς τι θέλω ;’’
Πάλη, απ’ την αρχή τα ίδια
δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέμαι
όταν όλοι είναι απλώς αρχίδια.









ΣΗΜΕΙΩΣΗ



Δεν είναι όλοι οι έρωτες κινηματογραφικοί,
εμείς τυγχάνει να είμαστε εξουθενωτικά ηλίθιοι.





άλλη μία

για τα τεφτέρια της μοίρας
θα ‘σαι ένας ακόμη αριθμός
χωρίς αντίκρισμα
με παλεύεις σαν να ξέρεις
σαν να άκουσες
το τηλέφωνο να χτυπάει
με το ανυπόφορο
ρινγκτόουν του αποχωρισμού
και τα ακονισμένα νυστέρια
δε θα δεις ποτέ την ειρωνία
τα σακουλιασμένα μάτια του γεροχρόνου
πήξανε στις παρενθέσεις
οι σπασμένες καπότες του κλείνουν το ένα μάτι
ψιθυρίζοντας ασθενικά
“δεν τελειώσαμε καριόλη” .

πήγε απόβραδο από νωρίς απογοήτευση
πάω στον χασάπη ξεχαρβαλωμένη
“πόσα θες για με φέρεις στα μέτρα μου  ; ”
“0,4 χαμόγελα και βλέπουμε”
“πάρε ένα πουγκί υποσχέσεις να δεις καλύτερα”
“δεν ήξερα δεσποινίς,
έχετε πάντως ρέστα από κάτι χρωστούμενα”

φεύγω ,τον μαλάκα.
έχω να ξεράσω
κάτι μέρες
ίσως ξαναπεράσω
αλλά δεν θα μαι εγώ.


μια Κυριακή σα κι αυτή

είναι κάτι Κυριακές
που όλες οι λέξεις δεν αρκούν
που κανείς φίλος δεν φτάνει
που ο σαρκασμός με εγκαταλείπει
Τα πιάτα δεν θα πλυθούν μόνα τους
αλλά ποιος θα ξεπλύνει εμένα
έφτασα στο αδιαχώρητο
είναι κάτι Κυριακές
που με σημαδεύουν στον κρόταφο
που μου δένουν τα χέρια
που με κερνάνε κακά ξύδια και συμπάθεια
Πρέπει να με βάλω στο πλυντήριο
να ζαλιστώ από τις στροφές και να χαζογελάω
όπως τα κορίτσια στις διαφημίσεις με τις σερβιέτες
είναι κάτι Κυριακές
στραβογαμημένες το προηγούμενο βράδυ
αποκαμωμένες από αλήθειες
λουσμένες με φόβους και σφάλματα
και πρέπει να τις παραβλέψω
να ντυθώ να βαφτώ
με περιμένει ο δίσκος και οι σαχλοκουβέντες
είναι αυτή η Κυριακή
που παρατηρώ το σώμα μου στο μπάνιο
που δεν μπορώ να φάω
που όσα τσιγάρα κι αν καπνίσω δεν μου φτάνουν
και θεωρητικά αυτό δεν κάνει
αλλά κι εσύ που να ξερες
εγώ πόσο σ αγάπησα στο τέλος
Τόσο που οι λέξεις μου γίνανε σιωπή
και άβολες χαιρετούρες
τόσο που η Κυριακή αυτή
κάνει τα πάντα για να με ξεκάνει.






Ερώτηση χρήσεως

Ο έρωτας μου μπήκε σε κονσέρβα
με αναγραφόμενη την ημερομηνία πλήξης.
Μπαγιάτεψαν τα γαμήσια μας
βάζουνε ρόμπα για να παν να φτιάξουν
καφέ μέτριο για έναν.
Στης κουζίνας τα ντουλάπια,όλες οι συσκευασίες
επιμένουν να υπογραμμίζουν τις οδηγίες χρήσης
μη και μπερδευτούμε και πάρουμε
καμιά πρωτοβουλία οι απερίσκεπτοι.
Ωρολογιακές βόμβες προτιμούν την έκρηξη
ως άρνηση ένδειξης του πυρήνα τους
Μιλιούνια οι υποψήφιοι για το βραβείο τζαμπαμαγκιάς.
το μάνιουαλ του καθωσπρεπισμού
έχει έλλειψη σε ποιητικές αναφορές
Γλώσσα ξύλινη και φτιασιδωμένες καλλιγραφίες
να με πείσουν προσπαθούν
για την παστεριωμένη πραγματικότητά τους.
Πως να ενδώσω όμως εγώ
σ'όλο αυτό το υποκριτιλίκι ;
Ερώτηση χρήσης
της προκείμενης λήξης
όταν ξέρω πως μυρίζει το δέρμα σου
όταν πάνω μου ιδρώτα
χύνεις
.
.
.
.



σάβα//σα//νο

Βούτηξαν το μέλλον τους στη λάσπη
οι γυάλινες οπλές της λήθης  
πασχίζουν μα δεν γίνεται άλλο θόρυβο να κάνουν.
Η ομορφιά παραδίδει τα σκήπτρα
στις νεκρές ορχιδέες του βάζου
κι Εκείνος την κοιτάζει 
από του μπαλκονιού την άκρη
φορώντας το βασανιστικό χαμόγελο
όλων των ανεκπλήρωτων πόθων που δεν άγγιξε.
Αβάσταχτη η υπόνοια της συνήθειας
τρυπώνει από τα μισάνοιχτα παράθυρα της καθημερινότητας
και την φιλάει στο μέτωπο 
ενώ απ’το γυμνό της θώρακα 
κρέμονται της γέννας της βλαστάρια
σφηνόνωντας το είναι της στην ντουλάπα του χρόνου
που περνάει σαν τα τρένα που περνούν και χάνονται.
‘’Δεν είναι ζωή αυτή’’ ψιθύρισε το εγώ της
κι εκείνη αμέσως πήγε να πιάσει τα κατσαρολικά
διότι πήγε δύο και γυρνάει ο άντρας της απ’ το γραφείο.
Η ζωή περνά μπροστά της 
όπως οι σημαντικές ειδήσεις περνούν απλώς λεζάντες
στο κάτω μέρος της οθόνης
αφού το κύριο θέμα είναι η ζωή μιας κάποιας σταρ.
Η ζωή περνά και αποχρωματίζεται
και εκείνη κλαίει πάλι
με δικαιολογία τα κρεμμύδια
μόνον τότε μπορεί άλλωστε,
όλες τις άλλες ώρες είναι πολύ απασχολημένη
με το να προσποιείται πως όλα βαίνουν καλώς
πως δεν γλυκοκοιτάζει το μπαλκόνι απ’ την κουζίνα.

Όμως εκείνη τα μαχαίρια όλα κρατάει
και φυλάει ένα σάβανο στο συρτάρι
περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει
τέλος απλόχερα στο βάσανο να δώσει.



Σημάδια

Κοντράρονται τα κόκκινα μάγουλα
με τα κόκκινα μάτια
ποια κουβαλούν την περισσότερη αλητεία.
Γίνηκαν οι συναναστροφές μας συμβόλαια
δώσαμε τα χέρα και λύσαμε τα προβλήματα μας
αφού δεν παραδεχτήκαμε τα δεν μας
και μείναμε άπραγοι μπροστά στα μηδέν.
Από την άκρη της γλώσσας μου 
κρέμονται κάμποσες κουβέντες 
που πάνε σιγά-σιγά να την ξεριζώσουν
μιας που εσύ δεν ξες τι θες
κι εγώ ξέρω πως σε θέλω.
Τώρα που δεν τα λέμε πια
και μονάχα μελανιάζουμε ο ένας τον άλλον 
στα κρυφά και στα σκοτάδια
τρέμω μην ξεθωριάσω ξαφνικά
γιατί άλλο δικό σου τίποτα δεν κουβαλάω.
Θα κάνω ένα τσιγάρο
θα σε ξεφυσήξω και θα μου περάσεις.
Και θα ανάψω ένα δεύτερο 
μπας και το πιστέψω.



https://www.youtube.com/watch?v=7FK5VT1UjM0


Στον αέρα

Την στιγμή εκείνη που θα αριβάρει τρέμω
την χαρά μου να ληστέψει και χορό σαν στήσει
στις στάχτες απ τα λάφυρα απάνω
ανήμπορο θεριό με την γλώσσα μου κομμένη θα ‘μαι
λαλιά δεν θα ‘χω να τραγουδήσω άλλο τραγούδι
Έτσι ξεμπλέτσωτη θα γυρνάω στα λεωφορεία τα αστικά
στρόβιλος θα γίνω σε στρώματα στο χώμα μπηγμένα
καρφωμένα απ των σιωπών μου το ασυγκράτητο σφυρί.
Θα γεννιέμαι με πατέρες του αγέρα τα ψέμματα
θα πεθαίνω κάθε μέρα την σκυμμένη αυγή
όταν τα λουλούδια μαραίνονται στις γλάστρες των κυριών.
Αγνότητα,σου ξέφυγε ένας πόντος απ το καλσόν σου
δεν έμαθα να ράβω να δικαιολογήσω την απουσία σου.
Είναι το πέπλο σου δυσβάσταχτο και τα παιδιά που τρέχουν
θα το ποδοπατήσουν αφού σου φτύσουν το περβάζι
η ανάλωση ήταν δύσκολη δουλειά αυτούς τους μήνες
των σταφυλιών η υπόσχεση τα κούρασε τα δόλια.

Είναι καιρός για αλλαγές φωνάζουν τα ντιβάνια.
Tο ποδοβολητό απειλεί τον καιρό να σοβαρευτεί
κι εκείνος στωικά τα χελιδόνια περιμένει
για να δοκιμάσει τα σκουριασμένα όπλα του.

Παραλίγο

μια ω
ραί-α-πεταλού-δα

μέχρι να με βάλω σε τάξη
τίποτα δεν θα ‘ναι εντάξει
και θα ΄μαι πάντα παραλίγο καλά
παραλίγο ο εαυτός μου
παραλίγο και ολόκληρη.

κάτι τέτοιες ώρες.

-Είναι μία ώρα δύσκολη,μου λες.
-Πάλι καλά,αποκρίνομαι.
Όμως κάπως έτσι
κιτρίνιασαν τα δάχτυλά μας
κατάπιαμε κάμποσα ξεφυσήματα
ξεγλίστρησε απ’ τα χέρια μας
άλλος ένας χρόνος.


(στην Τούλα)

παρτ ήρθα,είδα κι έχασα.

Άλλη μία άλλη μία
ταχυκαρδίες είχα πάλι και
ξυπνάω με τον ήλιο
να ποτίσω την ελπίδα μου και
δεν κατάφερα να κοιμηθώ πάλι και
η Σελήνη σιγά σιγά γεμίζει
προμηνύει την χασούρα μου.
Άλλα χνώτα με ζέσταναν 
τους ώμους μου σκεπάσαν
τα έκρυψα,τα έθαψα
τρέχω και δεν με χάσαν
Χάνω και με χάνω με
άσσο νόμιζα έπαιζα στο μανίκι
πόνταρα και μ έδιωξαν
με κλωτσιές από τη λέσχη
Δεν πρόλαβα να σου πω μια λέξη
μα βλέπεις όλη αυτή η έλξη
δεν είναι κάτι που είχα επιλέξει
Παίζω τα ρέστα μου 
με γκίνια μπαίνω στην παρτίδα
απέναντι μου σε είδα 
και σε προσπέρασα.
Δεν είναι ότι όλο αυτό ποτέ το ξεπέρασα
μα πρέπει να πάω πάσο
δεν με παίρνει άλλες παρτίδες να χάσω
δεν θα μου μείνουν λεφτά για το νοίκι
δεν θα σου λεγα όχι σ ένα ταξίδι
αλλά ρε φίλε εσύ βαριέσαι και τη βόλτα.
Τώρα που ξεγυμνώθηκα
έχω ξεμείνει από κόλπα
και είναι εννιά και πέντε και 
πρέπει να πάω για δουλειά και
να χαμογελάω όλο σε κάποιον ηλίθιο και
όχι σε σένα
τον ανίδεο.
Μη με παρεξηγείς
αλλά πρέπει να φύγω.
Πάλι άργησα,
πάλι δεν καταλαβαίνεις.






Λα μινόρε

Στις πέντε τα ξενερώματα
τα τσιγάρα κάνουν κρότο 
σαν σβήνουν στα τασάκια
σε κάθε γωνία ελοχεύει ένας κίνδυνος
είναι η ώρα που μπαϊλντίζουν 
οι υπεράνω πάσης υποψίας
η ώρα που τα πτώματα σπασμωδικά κινούνται
αμήχανα μα γελαστά
ασπάζονται την νεκρική ακαμψία
από τα αβυσσαλέα πέλματα 
μέχρι την κορυφή των κεφαλιών.
Χορεύουν με τον φόβο
πρωινάλαλα 
συμφιλιωμένα με το λα μινόρε.

άτιτλο 13

Σημαδεμένα τα πόδια μου κι ο ήλιος καίει
κοιτάω
τον σημαδεύω με μπανίζει
χαμογελάω και χαμογελιέμαι
στο χαμό πάνω ξέχασα να σου πω πως με λένε
μωρό μου ίσως να είμασταν και εμείς
από εκείνους που λένε ο ένας τον άλλον μωρό μου
η πόλη μεγάλη
σωστό καρναβάλι
κ εγώ με την μάσκα μπαίνω στον χορό
σε λαχταράω σε πεινώ
αλλά θα κάνω ένα τσιγάρο
θα μου περάσει
ύστερα στο λαιμό θα μου κάτσει
κ είναι το τίμημα της αιωνιότητας
βαρύ και ασήκωτο σαν το δίσκο μετά τις έξι
Οι πατούσες μου σε σκουντάνε
και σκουντάω με τη σειρά μου
και τον ήλιο και την μέρα και
την νύχτα ξορκίζω
με περιορίζω
τα βήματα μου με πάνε πίσω
βρωμίζω τα πόδια μου
το καλοκαίρι στήνει ήδη τον ιστό του
Με ρωτάει τι ζητάω
λέω ‘’χέσε μας σκορπάω’’
σκόνη γίνηκα
βάζω παπούτσια και συνεχίζω
στο δρόμο με βρήκε ο έρωτας
και θα τον λέω Τάκη.

και όλο αυτό δεν έχει να κάνει καν
με μένα και με σένα.

πιάτο ημέρας

Να προσέχετε που δίνετε την καρδιά σας
διότι το πιθανότερο που μπορεί να συμβεί
είναι να πάρετε πίσω 
σε επιχρυσωμένο πορσελάνινο πιάτο
γαρνιρισμένα με χλιαρότητα
πασπαλισμένα με μια ιδέα από βάσανο
ωχ,
τα αρχίδια σας!


(δεν είναι θέμα κάποιας ανταλλαγής,
μα οπτικής γωνίας.)


ΕΡΡΟΡ!

Μάζα με κουλτούρα μαγική,μαζική
οθόνες μαζικής παραγωγής διατίθενται
προς μαζική κατανάλωση και πάρτυ κάνουν
τα μέσα μαζικής εξημέρωσης 
την μάζα ξεγελάσαμε και σήμερα.
Ω θεέ τι ευφορία,τι χαρά.
Μαζική μεταφορά σε μαζικά αστικά νεκροταφεία
ανδρείκελα βηματίζουν προς το μέρος μου,τι θέλουν
μάζες κινούνται ,τα χέρια δίνουνε
στόματα ανοίγουνε και μάτια κλείνουνε
παραπατούν,το βήμα χάνουν
επόμενη στάση κενό.
Κλείνονται μέσα σε τοίχους,κλουβιά για τη μάζα
παλεύουν τον ήχο και τώρα κουράζονται
τα γάντια θα βγούνε ,ζητάνε νερό
Που είναι ; οι πηγές μας στερέψαν
σε αυτόν τον πλανήτη, για αυτό 
δέστε τα πόδια και έξω από εδώ.
ΤΙ ΚΑΝΩ!
Είμαι μάζα ,με διώχνω
κλωτσάω το είδωλο μου 
με σπρώχνω στο στόμα του τέρατος να γιατρευτώ.
Περνάει η μέρα ,με φτύνω στο φρεάτιο
δίνω το χέρι ,μετάνιωσα
μετά ένιωσα 
βοηθάω τη μάζα να ανέβει και εκείνη
αποκρίνεται με κλωτσιά στο καλάμι
μάνα μην κλαις,ίσως να έφταιξα εγώ.
Η μάζα θα μένει για πάντα η ίδια 
το μίσος τρώει σπλάχνα ξανά και ξανά
το άσπρο φουστάνι θα σκίζω με λύσσα
μέχρι την άκρη στο νήμα να βρω
τα πόδια της θα ναι αγνά και παρθένα
το αίμα κυλάει 
στο έδαφος πια.
Μοιραίο το λάθος μου,η μάζα κοιτάει
ξεφύσημα αδιάφορο
όσο οι μέρες περνούν αντί να τελειώνουν
πάλι τα ίδια
ξανά προς τη δόξα τραβά.