Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

σεζόν


Τις ώρες του αποχωρισμού
κουμάντο κάνουν οι κορδέλες και τα κίτρινα γάντια
στερνή λαλιά της εργατικής τάξης
Εκεί που ήπιες το χτεσινό σου μεροκάματο
εκεί,τα πλυντήρια τώρα ηχούν
πιο δυνατά κι απ το χαστούκι της απόρριψης
μάλλον αυτό το πρωινό δεν είναι τόσο φανταχτερό
χωρίς μουσικές και το απαραίτητο σκοτάδι
το μόνο που έμεινε 
ζέχνει κι αυτό κάτουρο,τσιγάρο και χλωρίνες.
Φοβάμαι και σαν μικρό παιδί
στον ύπνο μου τα βράδια
βλέπω πως πάλι έχω αφεντικά
και σερβίρω ήττες σε νταήδες
ανήμπορα τα χείλια μου να σχηματίσουν το όχι.
Φοβάμαι και σαν μικρό παιδί
στον ύπνο μου τα βράδια
μουσκεύω τα σεντόνια και τα μάτια μου.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

μηνίσκος μπλουζ

Απ' το μπαλκόνι της από πάνω
κρέμεται μια θηλιά και
κρακ κρακ
δυσκολεύομαι να αλλάξω στάση να μη βλέπω
αλλά από αυτό το πλευρό που κοιμόμουν
διαστρέβλωσα κάθε έννοια βαρύτητας
Όταν ξύπνησα δεν μπορούσα να ζυγίσω τίποτα σωστά
και απέφυγα όλα τα σκαλιά
κάθε φορά που έκανα ένα βήμα
ακουγόταν το ίδιο πάλι
κρακ κρακ
Έτσι το πρωί κίνησα για τα επείγοντα
-γιατρέ,δεν με πρόσεξα τελευταία
και από τις τόσες φορές που γονάτισα
τα υγρά άφησαν τα μάτια και βρήκαν αλλού να κρυφτούν.
Κρεβατωμένη για τον λάθος λόγο
χάνω πάσα επιθυμία να σε χορέψω
Σε καίω μαζί με το τελευταίο μου τσιγάρο και
κρακ κρακ
κρακ κρακ κρακ
κρακ.
Πρέπει να κάτσω κάπως αναπαυτικά
αν είναι να ζω με τη συνήθεια
αλλιώς θα μου φάνε όλα τα φράγκα οι ορθοπεδικοί
και οι επιγονατίδες.









Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Δευτέρα Καφές Τσιγάρο

κωλοΓιάννενα
πως ανθίζουν έτσι οι τοίχοι
και ούτε μια γωνιά υγρή για έρωτα
να βγάλω απ' τα μέσα μου
τα εγωιστικά ξερατά μου
και να μονολογήσω φόβους.
Όσα τζιν τόνικ κι αν ρουφήξω
άλλο δε μπορώ τις πίκρες που κερνάς
όταν μου αρνείσαι απαντήσεις
και τριγυρνάω τη βδομάδα όλη
με απορία και καπνό στην τσέπη.
Μα πως πλανεύτηκα από άνθρωπο
που αρνείται ένα φιλί για καλημέρα;

Μέχρι να πιω τούτο τον καφέ και να ξυπνήσω
θα μουχλιάσω κι εγώ,
δεν θα μαι η ίδια.







Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

τι να βάλω απόψε

Εγώ θα σου φτύνω τον έρωτά μου,
εσύ θα με απορρίπτεις συστηματικά
κι όταν μεθάς θα με πιάνεις πάλι απ’ τη μέση
αγνοώντας τις οδηγίες προφύλαξης,
τους όρους και τις προυποθέσεις.
Θα κάνεις το μυαλό μου μαρμελάδα
και θα φεύγεις βιαστικά το πρωί.
Ύστερα θα περιμένω άλλη μια βδομάδα
να ανταμωθούμε δήθεν τυχαία
κι ας βαρέθηκα τα χανγκόβερ σου.
Σύμφωνοι;
Τώρα,όλο αυτό,δεν είναι και πολύ ποιητικό
αλλά με τόσες σαχλοκουβέντες με χάνω τελευταία.

Μου ‘χεις φάει τα χειρότερα μου βράδια
και μάλλον ήρθε ο καιρός
να αφήσω τα ωραία ρούχα και τα βαψίματα
και να βάλω καμιά καπότα.


Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Τα άστρα και τα ζώδια

Τα πρωινά δίχως ήλιο
ξυπνούν αχάραγα οι καρδιές
γιατί το κρεβάτι παραείναι μεγάλο
για να βουλιάζουν μόνες
Σηκώνεσαι και ο καφές θα ναι γλυκός
αλλά όχι όσο ζεστός ήθελες
Δέκα χιλιάδες πράγματα που πρέπει να γίνουν
το ένα που όλα τα καθυστερεί
σου κάνει παρέα στο πρώτο τσιγάρο
Δε σβήνει με τίποτα και το τασάκι
ζέχνει απελπισία
Για να ξυπνήσεις χαρούμενα
μάλλον πρέπει να κοιμηθείς αναλόγως

είδες που τελικά

τα άστρα και τα ζώδια
μας μπήκανε εμπόδια.

(Η Έλλη δυσκολεύεται με τον νες
και η Τζέλα με το ξύπνημα
εναλλαγή,Διάφανα Κρίνα με Βικάρα
και η αναβλητικότητα
η κάθε αναβλητικότητα
δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στο σαλόνι)



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

η καρέκλα.

Την καρέκλα την παλιά θα τηνε βάψω κίτρινη ,
την βαρέθηκα να με χαζεύει δήθεν αδιάφορη 
τα βράδια που γυρνάω σουροευάλωτη.
Το επικριτικό της καφετί και τα στραβά της πόδια 
δεν αφήνουν κανέναν να κάτσει λίγο παραπάνω.
Θα την καρφώσω στο ταβάνι
και θα με ανεβάζω εκεί  όταν δεν περνάω καλά
μπας και αλλάξει επιτέλους
ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα.
Μπα.και να την βάψω
πάλι στα σκαμπό αγκαλιά με αποστάξεις
θα σκέφτομαι όλες τις αποστάσεις
που θα πρεπε και δεν.
Αλλά πες πως την έβαψα
πως άλλαξα οπτική γωνία
πως θέλει κάποιος να κάτσει
πώς θα το αφήσω να συμβεί;
Καλύτερα λοιπόν να τηνε σπάσω
πολλοί μουσαφιρέοι μαζεύτηκαν τελευταία
που το κρεβάτι μου μπανίζουν στα αλήθεια
κι εγώ αθώα,ροζ και ηλίθια
τους λέω να κάτσουν λίγο ακόμα.
Δεν βολεύει πουθενά αυτή η καρέκλα.
Άντε σήκω να σου κάνω έναν ελληνικό
να τον πιεις στην αυλή και να παρατηρώ
πως φωτίζει το δέρμα σου την μέρα.

Την νύχτα όλα είναι φανταχτερά,
όλα αλλοιωμένα.
Κι εγώ την μέρα 
που ξεβάφομαι
δεν είμαι για σένα.








Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ούι

Ε,εσύ.
Ναι,εσύ μην κάνεις πως δεν ακούς.
Πάρε τη μούτζα σου πίσω
έχω κι άλλες καβάτζα.
Αν έχεις λίγη τύχη περίσσεμα μονάχα
τα ακριβά παλάτια μου,όλα δικά σου.
Την χρειάζομαι τούτες τις μέρες.
Και μπατίρισσα και με καρδιά ρημαδιό,
δεν θα ταν ευγενικό να μ αφήσεις έτσι.

Αλλά αν ήξερες από ευγένεια
δεν θα χρειαζόταν να σου τάξω παλάτια
για κάτι στιγμές ντεμέκ ευδαιμονίας.
Στρίβε.Θα την βρω μόνη μου.

Πόσο να σου ζητιανεύω έρωτες
όσο πετάς το δίφραγκο στον αέρα
για να αποφασίσεις αν απόψε
μ' αγαπάς; αμ,δε μ αγαπάς.


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

πως δεν κόβεται το κάπνισμα.

(21:20)

Κολλάζ από αποτσίγαρα,τζιβάνες
και εισιτήρια λεωφορείων
Τι σκέφτεσαι άραγε
όταν τα σώματα μας είναι ενωμένα;
Όταν μου τελειώνει ο καπνός,πάντως
εγώ σκέφτομαι εσένα
Και την επανάληψη που δεν αυτοεξορίστηκε
όπως όλως οι κακές μάνες
που μας έμαθαν λέξεις
που δεν μάθαμε ποτέ.
Που να είσαι άραγε τώρα
που δεν έχω να καπνίσω
και σε χρειάζομαι για να σβήσω
την εικόνα σου στο τασάκι
Να σου κάνω τράκα μια αγκαλιά
έχω φωτιά για δύο
και περιμένω να ρθεις να μ' ανάψεις.


(22:και το ξέρω πως έχω αργήσει)

Μη μου μιλάς
όταν σε κοιτάζω με όλη την προσμονή μου
να κρέμεται από τα δυό σου μάτια.
Όσο τις λέξεις μας στραγγίζω
το μόνο που μουλιάζω
είναι οι βλεφαρίδες μου
και τα μάτια μου κλείνουν και δεν θέλουν
τίποτα τίποτα τίποτα άλλο να δουν.


(00:20)

και εμφανίζεσαι τελικά
και δεν έχω δουλειά πολύ
και το μόνο που θελα
να, εκείνη η  αγκαλιά
και το μόνο που θελες
να φιλήσεις εκείνη
και το μόνο που έλαβα
μπουνιά στο στομάχι. 

(12:37)

- έναν κάμελ και χαρτάκια παρακαλώ.
υ.γ. Ποτέ δεν μ' άρεσαν οι τράκες.








Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

διπλό τζάμι.

Ντύθηκα ηλιαχτίδα στην ομίχλη
φόρεσα τα αστραφτερά μου πόδια
(άσ' τα φτερά μου στην ντουλάπα)
ξεκλείδωσα τη διάθεση μου απ' το συρτάρι.

Δυό καφέ - τρεις ζάχαρη
κάμελ στο αυτί και δρόμο.
Η αναμονή περιφρουρεί,
τα πλάνα του χρόνου όλου
περιπλανιούνται στο κενό.
Στα χαρακώματα παλεύουν
τις σφαίρες σου
με σφεντόνες και χαλίκια.

Πέτρα μαύρη
θα σου πετάξω
κι όλοι μου οι γαλαξίες
θα πνιγούν στο αίμα.

Τόσες μουσικές
τόσος καπνός
τόσες εναλλαγές διάθεσης.
Πες μου ποια θες να 'μαι σήμερα
γιατί έτοιμη είμαι από καιρό να σε σπάσω.
Ίσως τότε να αλλάξω
όταν πάρουν τα μετακάρπιά μου χρώμα.

Κι αν κομματιάστηκες
κι αν η μουσική υπόκρουση
είναι ο ήχος της πτώσης -
Ακόμα να φύγεις από μπρος μου.










(    κάνε με θρύψαλα.    )

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ρήγμα δυό

Με τόσες σεισμικές δονήσεις από χθες
συμπεραίνω πως
οι τεκτονικές πλάκες
μάλλον περνούν καλά εκεί κάτω
μάλλον είδαν

μάλλον η
ηδονή
είναι για δύο
ή
δονίζομαι
Οι λάμπες χορεύουν
τα ποτήρια τσουγκράνε
ο αναπτήρας τρεκλίζει.

Πάλι ήπια ρε
ωχ
ή
πια για σένα
πάλι πλάι μα μακριά.

ένα τζιν τόνικ δρόμος
η αποτίμηση της κατάστασης

ένα σφηνάκι εγωισμό θα πιούμε;

πριν κάνει κι άλλο σεισμό
το κρεβάτι μου δεν ένιωσε της δονήσεις
ή
τρέμει από προχθές
ή
δονίζομαι
εγκέλαδος σωστός
γκρεμίζω τοίχους


γιατί αλλιώς
κι όλη η πόλη
να γεμίσει από στένσιλ
με τα αρχικά σου

οι μετασεισμοί που ακολουθούν
θα τα σβήσουν
απόρροια ηδονής ήταν
ή

μήπως πρέπει να εκκενώσεις τα μυαλά μου;


Τώρα καταλαβαίνω
τώρα που ταρακουνήθηκα
πως τελικά είναι μεγάλο το ρήγμα

και δεν έχει τόση πλάκα.












Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

τέλη σεπτέμβρη.

Ξεκινάω ταξίδι
από τα ακροδάχτυλα
μέχρι τους αγκώνες σου
Ανατολή και Δύση
ορίζω τον ορίζοντα
σφίγγοντας τις παλάμες σου
Στρόβιλος στον αφαλό σου πάνω 
κάνω στάση για ξεκούραση
στα λαγόνια σου 
αναμένω
το φανάρι να ανάψει
μ’ άναψε
και στο άψε σβήσε χοροπηδάω 
χορεύω 
πέφτω γκρεμίζομαι αναρωτιέμαι
γιατί με πετάς στη λογική;
Εγώ θέλω 
να πιάσω φιλίες με τους αστραγάλους σου
να τα λέμε τα πρωινά
ύστερα θα μου φωνάζουν οι τρίχες
της μασχάλης σου
-το χάλι σου
ε πρόσεχε θα χτυπήσεις.
Βγάλε τα πόδια από τη θέση για τανγκό
χοροί 
ξεχωριστοί ασυνόδευτοι
και η νύχτα δε ρωτάει
μέχρι το πέρας της αφθαρσίας
των κρυστάλλινων μπλουζ.
Δε ρωτάει
μα ερωτεύομαι.
Σταυροπόδι στην πλάτη σου
τραμπάλα με λέξεις
ώσπου οι κόρες των ματιών σου
καταπέλτες φοβίας
ξένη να με χρίσουν
λίγο πριν ανάψουν τα φώτα
ντύσου,φευγιό 
και αβάνα-μάλμπορο.
Ε,με τέτοιο κωλόκαιρο
θα μου πω,
τι το ήθελα το ταξίδι;



(Και οι σερβιτόρες μετά αναρωτιόμαστε
όσο περιμένουμε να φανεί απ’ την πόρτα
για δε κάνουν προκοπή οι έρωτες 
των μπαρ της αλλοτρίωσης.)



Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

σχόλασμα

Ποιός θα με περιμένει ως τις έξι σήμερα
τα ποτήρια να πλύνω
τις καρέκλες να μάσω
τα φώτα να κλείσω
δεν περιμένω πια.
Χειραποσκευή βαριά
τα ψυχολογικά μου μπαγκάζια την ώρα κείνη
τη μαύρη σακούλα κόμπο δένω
τον κάδο απορρίμματα κι άλλα να γιομίσω.
Με κείνα και με τ άλλα,έχω ξεχάσει 
πως είναι το σκοτάδι να με σκιάζει 
δικαιολογία σωστή
για να μην περνάω μόνη μου την πόρτα.
Ο ήχος του τηλεφώνου μου κόβει τα πόδια
εκείνο το ρημάδι 
επιμένει πάντα να μεταφέρει κακά μαντάτα
τόσο που μια μέρα που θα γίνω 
δυνατή,πολύ δυνατή
θα χτυπάω τα τηλέφωνα 
πριν το κάνουν αλύπητα οι άλλες γραμμές.
Και με όλη την δύναμη που θα μου απομείνει
θα αγοράσω μια βαλίτσα να σε καβατζώσω μέσα
να σε πάω στην αγαπημένη μου ταράτσα
και να σε στριμώξω στη γωνία 
μπουνιές θα σου δώσω,φιλιά θα φυτέψω στα χείλια σου
ώσπου να ματώσουν 
να πνίγεσαι και όχι άλλο μη
σταμάτα να βολτάρεις στο κεφάλι μου,
ξεσυνήθισα να περιμένω.
Δεν πρόλαβα να ξελαμπικάρω
πως έτσι ξεκούρδιστη
να γυρίσω στις εργοστασιακές ρυθμίσεις;
όσο περνάει ο καιρός θα θες κι άλλο νοίκι.

κι όλο εκεί εμπρός μου 
θα είσαι κάπου
κα
πουθενά.
Θα σε πάρω όταν τελειώσω την δουλειά,τότε που θα χει σημασία.
Δυό τραγούδια θα σ ακούσω
και θα σε αποκοιμηθώ
με τσιγαρόβηχα και αυταπάτη.

Ώρα να σχολάσω,δε νομίζεις; ...




Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ζω ή

Το σώμα που ζω δεν είναι δικό μου,
με φιλοξενεί και με κερνάει υγρά και συμπάθεια
Το σπίτι που ζω δεν έχει πολλά δωμάτια,
είναι ένα καφενείο παλιό
τάβλι και καφέδες,γεράματα και στραπάτσα.
Τα μάτια μου ακολουθούν 
τον κόσμο που φεύγει και τα δωμάτια άδεια
να περιμένουν ώρες ακάθαρτης πλήξης,
κονιάκ και ψαρόσουπα για έναν.
Αράχνες συμμορίτισσες που δεν τα παρατάνε,
χορεύουν στο ταβάνι του μπάνιου τα βράδια.

Τα όνειρα που ‘κανα,σαίτες στα αστέρια
τις εμπόδισε το ταβάνι το ξύλινο
να βγάλουν φτερά και να απογαλακτιστούν
απ’ την πεσσιμιστική μου φύση.
Η ώρα έξι κι εγώ σκέφτομαι τις ρυτίδες σου
μ’ ένα ποτήρι ουίσκι να μου ζεσταίνει τα χέρια. 

Τα χρόνια που ζω,
δολοφονημένες τρανς στην Τουρκία,
αγόρια που επιβιώνουν από εκρήξεις,
άνθρωποι που πηδάνε φράχτες,
βιασμοί βαφτισμένοι ‘’αταξίες’’.
Όλα μας πάνε δεξιά
και το κράτος κάνει τον σταυρό του.

Ωραίες οι ρυτίδες σου,
αλλά μπρος στην ασχήμια του κόσμου
δεν μπορούν να με συντηρήσουν.
Βαρέθηκα εκείνους
που στρώνουν να κοιμηθούν στις στάχτες
της εθνικής υπερηφάνειας
και των ναρκισσιστικών ονειρώξεων.

Τι κάνουμε λοιπόν εμείς εδώ,μου λες;
Μάζεψε το κουφάρι σου απ’ τον καναπέ
μπας και βαγέρουμε επιτέλους.
Είναι τρίχα αδύναμη,λεπτή
αυτό που μας κρατάει
ώσπου να γίνει τριχιά και μας πνίξει.

Στην υγειά σου.




οπ.






εργατικό ατύχημα/
ειρωνία.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Οι ώρες κοινής ησυχίας

Θέλω να σου φωνάξω από εδώ μέχρι τον ήλιο
και αδυνατώ και δεν αντέχω
άλλη μια ώρα κοινής ησυχίας.

Λες και δεν χορτάσαμε από δαύτη.
Καταιγίδες έρχονται και φεύγουν
κι όλα μέσα στη σκοτεινιά καλμαρισμένα
τον ήλιο καρτερούν σιωπηλά,αθόρυβα.
Πρώτα σκότωσε εμένα,ύστερα το μωρό μου
τεμάχισε τα κουφάρια μας
αλεσμένα τα 'δωσε ως τροφή στα θηρία.
Εκείνα με το έτσι θέλω
παρεμβαίνουν στις μουσικές μας,
στα δυνατά μας γέλια,
στα βουερά μας κλάματα,
στις κραυγές απόγνωσης,
στα μεσημεριανά γαμήσια μας.
Παρεμβαίνουν στην φασαριόζικη
πλευρά του εαυτού μας.
Εμείς στέκουμε βουβοί,μη και τα ξυπνήσουμε.
Μας κούφανε ρε μαλάκες η τόση ησυχία
κι αντί να κάνουμε φασαρία
χτίζουμε κι άλλα κελιά και τοίχους και φράχτες
μην ακουστεί η κραυγή της πτώσης
και η γαμημένη ησυχία όσο θα πέφτουμε
αγέλαστη,βαραθρώδης
μαντήλι θα κουνάει με τα ονόματα μας.
Οι κυράτσες μέσα στη ντάλα κουτσομπολεύουν στα μπαλκόνια
για τα παιδιά τους αναφωνώντας ''δουλίτσα να υπάρχει''
μετά μπαίνουν μέσα και χτυπάνε σκούπες
σε πατώματα,τοίχους και ταβάνια,
ενώ σιωπούν όταν ακούνε κραυγές απ' τα στενά.
Αγία Ησυχία,
πλησιάζεις όλο και πιο απειλητικά
για να καβατζώσεις τα χρόνια μας
στην καλοραμμένη σου κωλότσεπη.
Μόνο που όσο καιρό παραμέναμε σιωπηλοί
ακονίσαμε καλά τα μαχαίρια μας
και τις φωνές μας.





Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ζισκ ισι,του βα μπιαν.

Γριά κουτσή ξεδοντιάρα καταιδρωμένη
στραβοκάνα με κλημακτήριο ανάλατη
με ελιά κάτω απ’ το μάτι το δεξί
μίζερα να ζητάει τα τρία τελευταία ενοίκια
με την τσιρίδα που χει για φωνή.
Έτσι κάπως μου μοιάζει η Ευτυχία
κάθε φορά που πασχίζει να με φτάσει
κι εγώ πιστή στις τάσεις φυγής μου
της κλείνω το μάτι και περιμένω  
να της την φέρω ύπουλα όπως της αξίζει
για τον τόσο καιρό
που επιδεικτικά με παραμελεί.
Τόσες γωνίες στην πόλη κι ακόμα να την πετύχω
για να της πω πως μετά από τόσο καιρό
που με παίρνει από πίσω
ασάλιωτα,ακάποτα και βασανιστικά
δεν θα την αφήσω να με πάρει κι από κάτω.




καλοκαιρινό μπλουζ

Τα άνθη του θέρους αδυσώπητα δέρνουν,
πικραλίδες που ανθίσαν σ’ αγνώστου πατρός περιβόλι.
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν μα εγώ είχα το ποτήρι να αδειάσω
λίγο χρόνο άλλο κακό δεν θα ‘κανε κι αν χάσω
κι όλοι γύρω μου γελάνε,όλοι γερνάνε
απτόητοι παραδίνονται σε κάθε μου αγκάθι
ώσπου τα μάτια τους ματώνω απ’ την τόση ομορφιά
στεφανωμένη απάθεια καταπίνω καρφιά
τα βρήκα στις τσέπες μου προσημειωμένα
ψήγματα ευδαιμονίας ,αναλγησίας καμώματα.
Τον καθρέφτη εντέχνως την νύχτα αποφεύγω
αναμνήσεις στα μάτια να δω υπεκφεύγω
και οι άγουρες προσποιήσεις πέψης της πραγματικότητας
γίνονται ξερατό και στο στομάχι πόνοι.
Για να ξεγελάω τον ακριβό εαυτό μου
πουλάω φτηνά σε περαστικούς το εγώ μου
το δένουνε στο κάρο με τις θεατρινίστικές τους μαλακίες
και για άλλο μαχαλά τραβάνε.
Με σέρνουνε για χιλιόμετρα από κλωστές δεμένη
σαν άλλο τίποτα να μην μου απομένει 
επαρκώς ανεπαρκής περήφανα θα στέκω
στην εποχή της εγωκεντρικής συντροφικότητας.



άτιτλο 236

Χρειάζομαι μια τζούρα από τα παλιά,τζούρα
να πλακωθώ στις αναμονές
τα καλύτερα από κάπου έρχονται
κάνουν παρέα στο δρόμο με τις εμμονές
κι εγώ που ποτέ δεν τελειώνω ό,τι αρχίζω
δυσκολεύομαι και νόημα δε βρίσκω,δεν
ενέχει κίνδυνο και αντοχή μηδέν
κι άλλο δεν μπορώ δεν 
θέλω να ξυπνάω τα απογεύματα μα τα
έχω κόψει τα ξενύχτια
λάσπη πάλι, έχω κόψει απ’ το μηδέν μα δεν
έχω απαντήσει ακόμα μετά από τόσα δεν, Τι
θα πάρετε σήμερα ;
Με κάνω και ξεχνιέμαι αλλά δεν
τσουλάει άλλο αυτό το
πατίνι έχω γίνει για φιόγκους και λέρες
στο τέλος της νύχτας
φυτρώνουν Δευτέρες
ο ήλιος προσκύνησε και εγώ ρωτάω 
φωνή λειψή και παραπατάω
‘’εμένα με ρωτάει ποτέ κανείς τι θέλω ;’’
Πάλη, απ’ την αρχή τα ίδια
δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέμαι
όταν όλοι είναι απλώς αρχίδια.









ΣΗΜΕΙΩΣΗ



Δεν είναι όλοι οι έρωτες κινηματογραφικοί,
εμείς τυγχάνει να είμαστε εξουθενωτικά ηλίθιοι.





άλλη μία

για τα τεφτέρια της μοίρας
θα ‘σαι ένας ακόμη αριθμός
χωρίς αντίκρισμα
με παλεύεις σαν να ξέρεις
σαν να άκουσες
το τηλέφωνο να χτυπάει
με το ανυπόφορο
ρινγκτόουν του αποχωρισμού
και τα ακονισμένα νυστέρια
δε θα δεις ποτέ την ειρωνία
τα σακουλιασμένα μάτια του γεροχρόνου
πήξανε στις παρενθέσεις
οι σπασμένες καπότες του κλείνουν το ένα μάτι
ψιθυρίζοντας ασθενικά
“δεν τελειώσαμε καριόλη” .

πήγε απόβραδο από νωρίς απογοήτευση
πάω στον χασάπη ξεχαρβαλωμένη
“πόσα θες για με φέρεις στα μέτρα μου  ; ”
“0,4 χαμόγελα και βλέπουμε”
“πάρε ένα πουγκί υποσχέσεις να δεις καλύτερα”
“δεν ήξερα δεσποινίς,
έχετε πάντως ρέστα από κάτι χρωστούμενα”

φεύγω ,τον μαλάκα.
έχω να ξεράσω
κάτι μέρες
ίσως ξαναπεράσω
αλλά δεν θα μαι εγώ.


μια Κυριακή σα κι αυτή

είναι κάτι Κυριακές
που όλες οι λέξεις δεν αρκούν
που κανείς φίλος δεν φτάνει
που ο σαρκασμός με εγκαταλείπει
Τα πιάτα δεν θα πλυθούν μόνα τους
αλλά ποιος θα ξεπλύνει εμένα
έφτασα στο αδιαχώρητο
είναι κάτι Κυριακές
που με σημαδεύουν στον κρόταφο
που μου δένουν τα χέρια
που με κερνάνε κακά ξύδια και συμπάθεια
Πρέπει να με βάλω στο πλυντήριο
να ζαλιστώ από τις στροφές και να χαζογελάω
όπως τα κορίτσια στις διαφημίσεις με τις σερβιέτες
είναι κάτι Κυριακές
στραβογαμημένες το προηγούμενο βράδυ
αποκαμωμένες από αλήθειες
λουσμένες με φόβους και σφάλματα
και πρέπει να τις παραβλέψω
να ντυθώ να βαφτώ
με περιμένει ο δίσκος και οι σαχλοκουβέντες
είναι αυτή η Κυριακή
που παρατηρώ το σώμα μου στο μπάνιο
που δεν μπορώ να φάω
που όσα τσιγάρα κι αν καπνίσω δεν μου φτάνουν
και θεωρητικά αυτό δεν κάνει
αλλά κι εσύ που να ξερες
εγώ πόσο σ αγάπησα στο τέλος
Τόσο που οι λέξεις μου γίνανε σιωπή
και άβολες χαιρετούρες
τόσο που η Κυριακή αυτή
κάνει τα πάντα για να με ξεκάνει.






Ερώτηση χρήσεως

Ο έρωτας μου μπήκε σε κονσέρβα
με αναγραφόμενη την ημερομηνία πλήξης.
Μπαγιάτεψαν τα γαμήσια μας
βάζουνε ρόμπα για να παν να φτιάξουν
καφέ μέτριο για έναν.
Στης κουζίνας τα ντουλάπια,όλες οι συσκευασίες
επιμένουν να υπογραμμίζουν τις οδηγίες χρήσης
μη και μπερδευτούμε και πάρουμε
καμιά πρωτοβουλία οι απερίσκεπτοι.
Ωρολογιακές βόμβες προτιμούν την έκρηξη
ως άρνηση ένδειξης του πυρήνα τους
Μιλιούνια οι υποψήφιοι για το βραβείο τζαμπαμαγκιάς.
το μάνιουαλ του καθωσπρεπισμού
έχει έλλειψη σε ποιητικές αναφορές
Γλώσσα ξύλινη και φτιασιδωμένες καλλιγραφίες
να με πείσουν προσπαθούν
για την παστεριωμένη πραγματικότητά τους.
Πως να ενδώσω όμως εγώ
σ'όλο αυτό το υποκριτιλίκι ;
Ερώτηση χρήσης
της προκείμενης λήξης
όταν ξέρω πως μυρίζει το δέρμα σου
όταν πάνω μου ιδρώτα
χύνεις
.
.
.
.



σάβα//σα//νο

Βούτηξαν το μέλλον τους στη λάσπη
οι γυάλινες οπλές της λήθης  
πασχίζουν μα δεν γίνεται άλλο θόρυβο να κάνουν.
Η ομορφιά παραδίδει τα σκήπτρα
στις νεκρές ορχιδέες του βάζου
κι Εκείνος την κοιτάζει 
από του μπαλκονιού την άκρη
φορώντας το βασανιστικό χαμόγελο
όλων των ανεκπλήρωτων πόθων που δεν άγγιξε.
Αβάσταχτη η υπόνοια της συνήθειας
τρυπώνει από τα μισάνοιχτα παράθυρα της καθημερινότητας
και την φιλάει στο μέτωπο 
ενώ απ’το γυμνό της θώρακα 
κρέμονται της γέννας της βλαστάρια
σφηνόνωντας το είναι της στην ντουλάπα του χρόνου
που περνάει σαν τα τρένα που περνούν και χάνονται.
‘’Δεν είναι ζωή αυτή’’ ψιθύρισε το εγώ της
κι εκείνη αμέσως πήγε να πιάσει τα κατσαρολικά
διότι πήγε δύο και γυρνάει ο άντρας της απ’ το γραφείο.
Η ζωή περνά μπροστά της 
όπως οι σημαντικές ειδήσεις περνούν απλώς λεζάντες
στο κάτω μέρος της οθόνης
αφού το κύριο θέμα είναι η ζωή μιας κάποιας σταρ.
Η ζωή περνά και αποχρωματίζεται
και εκείνη κλαίει πάλι
με δικαιολογία τα κρεμμύδια
μόνον τότε μπορεί άλλωστε,
όλες τις άλλες ώρες είναι πολύ απασχολημένη
με το να προσποιείται πως όλα βαίνουν καλώς
πως δεν γλυκοκοιτάζει το μπαλκόνι απ’ την κουζίνα.

Όμως εκείνη τα μαχαίρια όλα κρατάει
και φυλάει ένα σάβανο στο συρτάρι
περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει
τέλος απλόχερα στο βάσανο να δώσει.



Σημάδια

Κοντράρονται τα κόκκινα μάγουλα
με τα κόκκινα μάτια
ποια κουβαλούν την περισσότερη αλητεία.
Γίνηκαν οι συναναστροφές μας συμβόλαια
δώσαμε τα χέρα και λύσαμε τα προβλήματα μας
αφού δεν παραδεχτήκαμε τα δεν μας
και μείναμε άπραγοι μπροστά στα μηδέν.
Από την άκρη της γλώσσας μου 
κρέμονται κάμποσες κουβέντες 
που πάνε σιγά-σιγά να την ξεριζώσουν
μιας που εσύ δεν ξες τι θες
κι εγώ ξέρω πως σε θέλω.
Τώρα που δεν τα λέμε πια
και μονάχα μελανιάζουμε ο ένας τον άλλον 
στα κρυφά και στα σκοτάδια
τρέμω μην ξεθωριάσω ξαφνικά
γιατί άλλο δικό σου τίποτα δεν κουβαλάω.
Θα κάνω ένα τσιγάρο
θα σε ξεφυσήξω και θα μου περάσεις.
Και θα ανάψω ένα δεύτερο 
μπας και το πιστέψω.



https://www.youtube.com/watch?v=7FK5VT1UjM0